- προέδωκα
- προέδωκα s. προδίδωμι.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
προὔδωκ' — προέδωκα , προδίδωμι give beforehand aor ind act 1st sg προέδωκε , προδίδωμι give beforehand aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προὔδωκα — προέδωκα , προδίδωμι give beforehand aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προύδωκα — προέδωκα , προδίδωμι give beforehand aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)